-
1 χειρισμός
[хиризмос] ουσ. а. применение, обращение, обхождение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειρισμός
-
2 управление
управление с 1) (действие, тж. учреждение) η διεύθυνση, η διοίκηση 2) тех. η διεύθυνση, ο χειρισμός; \управление самолётом о χειρισμός αεροσκάφους; автоматическое \управление ο αυτόματος έλεγχος ◇ оркестр под \управлением... η ορχήστρα με τη διεύθυνση...* * *с1) (действие, тж. учреждение) η διεύθυνση, η διοίκηση2) тех. η διεύθυνση, ο χειρισμόςуправле́ние самолётом — ο χειρισμός αεροσκάφους
автомати́ческое управле́ние — ο αυτόματος έλεγχος
••орке́стр под управле́нием... — η ορχήστρα με τη διεύθυνση…
-
3 гидроуправление
(управление с гидроприводом) о χειρισμός με υδραυλική κίνηση, ο υδραυλικός χειρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроуправление
-
4 дистанционный
дистанционный: \дистанционныйое управление ο χειρισμός σε απόσταση* * *дистанцио́нное управле́ние — ο χειρισμός σε απόσταση
-
5 обращение
обращение с 1) η έκκληση το διάγγελμα (призыв)' η αναφορά (заявление) 2) (обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3) (с чём-л.) η μεταχείριση· ο χειρισμός (умение обращаться)' η χρήση (применение)* * *с2) ( обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο3) (с чем-л.) η μεταχείριση; ο χειρισμός ( умение обращаться); η χρήση ( применение) -
6 подход
-а α.1. πλησίαση, ζύγωμα, σίμωμα, προσέγγιση.2. πρόσβαση.3. μτφ. τρόπος (ενέργειας, συμπεριφοράς κ.τ.τ.)• αντιμετώπιση• εξέταση• χειρισμός•правильный подход к делу σωστός χειρισμός της υπόθεσης•
индивидуальный подход к ученикам ατομικός τρόπος συμπεριφοράς προς τους μαθητές (παίρνοντας υπόψη το χαρακτήρα του καθενός).
πλθ. -ы λοβιτούρες, πονηριές, απάτες.εκφρ.с -а – αμέσως μετά (άλλης ενέργειας). -
7 искатель
1. тех. о επιλογέ/ας- вызова (тлф.) - κλίσης- течи ο ανιχνευτής διαρροής 2 (тот кто занимается поисками чего-л.) о (δι)ερευνητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искатель
-
8 манипулирование
ο χειρισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манипулирование
-
9 манипуляция
ο χειρισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манипуляция
-
10 обращение
1. (вращение вокруг своей оси) η περιστροφή 2. (циркуляция, напр. в системе) η κυκλοφορίαпускать в - что-л. βάζω κάτι σε -3. (адресование) η αναφορά, η παραπομπή(просьба речь) η έκκληση, η επίκληση4. (превращение) η μεταμόρφωση, η μεταβολή, η μετατροπή 5. (манипулирование) ο χειρισμός 6. грам. η προσφώνηση (σε κλητική πτώση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращение
-
11 обслуживание
1. (клиентов, заказчиков и т.п.) η εξυπηρέτησηмедицинское - η υγειονομική/ιατρική περίθαλψη2. (поддержание в рабочем состоянии) η συντήρηση 3. (эксплуатация) о χειρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обслуживание
-
12 пилотаж
η πλοήγηση, ο χειρισμός αερο-σκάφους/πλοίου, το πιλοτάρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пилотаж
-
13 подход
1. (место, по которому можно подойти к чему-л.) η πρόσβαση, η προσπέλαση 2. (совокупность способов, приёмов воздействия, рассмотрения чего-л.) о τρόπος, о χειρισμός, η προσέγγιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подход
-
14 управление
1. (административное) η διαχείρισηη διεύθυνση, η διοίκησηпередавать - παραδίδω τη -, μεταβιβάζω τη -2. (технической системой, процессом, производством) о έλεγχοςаварийное - το χειριστήριο κινδύνου, ο χειρισμός ανάγκηςбесступенчатое - χωρίς βαθμίδες/κλί-μακεςчисловое - αριθμη-τικός/ψηφιακός -3. (использование рулевого устройства) η πηδαλιού-χηση, η οδήγηση 4. грам. о καθορισμός (της λέξης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управление
-
15 манипуляция
манипул||яцияж1. ὁ χειρισμός·2. перен (проделка) τό κόλπο, τό τέχνασμα, ἡ μηχανή. -
16 обращение
обращени||ес1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·5. (призыв) τό διάγγελμα:\обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός. -
17 обслуживание
обслуживаниес1. ἡ ἐξυπηρέτηση [-ις]:медицинское \обслуживание ἡ ίατρική περίθαλψη·2. (станков и т. п.) ὁ χειρισμός, ἡ διεύθυνση. -
18 манипуляция
[μανιπουλγιάτσυγια] ουσ. θ. χειρισμός -
19 манипуляция
[μανιπουλγιάτσυγια] ουσ θ χειρισμός -
20 бережный
επ.προσεχτικός, προφυλακτικός•-ое обращение с оружием προσεχτικός χειρισμός του όπλου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειρισμός — handling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμός — ο, ΝΑ [χειρίζω / ομαι] 1. η ενέργεια που γίνεται με τα χέρια 2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς κάτι, ο τρόπος χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «χειρισμός τής μηχανής» β. «οι χειρισμοί τού υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῑς ἐντυγχάνουσι… … Dictionary of Greek
χειρισμός — ο η ενέργεια του χειρίζομαι, τρόπος κατά τον οποίο χειριζόμαστε κάτι: Γνωρίζει άριστα το χειρισμό του όπλου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρισμοῖς — χειρισμός handling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμοῦ — χειρισμός handling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμούς — χειρισμός handling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμῶν — χειρισμός handling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμῷ — χειρισμός handling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμόν — χειρισμός handling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
δασοκομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη δασοκομία 2. φρ. «δασοκομικός χειρισμός» ο καλλιεργητικός χειρισμός τών δασοσυστάδων σύμφωνα με τους κανόνες τής δασοκομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek